Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

ΤΟ ΔΟΙΑΚΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΑΥΤΟ ΤΑ ΕΚΑΝΕ ΟΛΑ (τι δίψα είναι αυτή για μπουρλότο θεέ μου;)

 … κι αν δεν είναι έτσι;    κι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα;

βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που σ’ είδα να ’ρχεσαι

έτσι όμορφη, έτσι φανατικιά,

μπροστά μπροστά στη φάλαγγα των λογγοβάρδων

και να βουίζει το πλήθος: χαίρε αυγούστα….

μα εσύ έβλεπες κατά τη βραζιλία,

να παροπλίζονται τα πλοία των αχαιών    ν’ αλλάζουν σημαία

τους απεργούς θερμαστές στην προκυμαία    να σουλατσάρουν πεισματάρηδες

με ξεφτίδια απ’ τα μαλλιά του αγαμέμνονα στις φούχτες

να ψάχνουν για μπορντέλα

να συζητούνε καθισμένοι στο μουράγιο με το νέστορα,

τον άγιο γεράσιμο, το νότη μπότσαρη

για την ανάσταση του γένους…

εκείνη τη νύχτα έγινε ο χαλασμός:

ορκίστηκαν όλοι,   άλλος στη μάνα του την κλυταιμνήστρα

άλλος στο όνομα της κορούλας του

άλλος στον άγνωστο στρατιώτη    άλλος… πού να θυμάμαι τώρα,

μα ο τελευταίος αχ θεέ μου, τι στιγμή ήταν εκείνη…

 

Χωρίς ραδιουργίες   έτσι όπως απόγεμα μεγάλο Σάββατο

μου βάλανε για πρώτη φορά τον αιματοσταυρό

απ’ το σφαγμένο αρνί του πάσχα,

φριχτό σημάδι ανάμεσα στα μάτια,

ανάμεσα σε δυο θάλασσες

από τη μια το αιγαίο από την άλλη το ιόνιο

και στη μέση το σημάδι   το ματωμένο.

 

Πού να βρω πια ησυχία; την άλλη μέρα

ήρθε το μήνυμα σκληρό: το πτώμα σου

τσαλακωμένο όπως το τραίνο που ’πεσε στη χαράδρα

το βρήκανε στη βαϊκάλη μογγόλοι ψαράδες

να πλέει δίπλα σε μια ψάθα

τότε πια πάει κι η αγιά σοφιά

πάει και το μεσολόγγι   πάει κι ο νότης μπότσαρης

οι αργοναύτες παντρεύτηκαν στη βραζιλία,

σκόρπισαν τα μαλλιά του αγαμέμνονα   στους πέντε ανέμους

κάψανε τα πλοία    και δεν ξαναμίλησαν για τη μονεμβασιά

 

Το βράδυ…, τι λέω;

κάθε βράδυ   όλα τα βράδια

αστροφεγγιά βάρβαρη   αστροφεγγιά των λογγοβάρδων

αστροφεγγιά σαν ξερό χταπόδι

κατάντικρυ σ’ έναν ήλιο μασσώνο,   βυρσοδέψη….

 

Τους σταύρωσα να ορκιστούνε ακόμα μια φορά,

δε βαριέσαι…   σκυλόρατσα…

πεισματάρηδες αχαιοί, τουρκόσποροι,   φραγκολαβαντίνοι

τραβήξανε τους πασαλήδες   ρίξανε πάλι μπαρούτι χάμω

ανάψανε όλοι σα δαδιά

(τι δίψα είναι αυτή για μπουρλότο θεέ μου;)

κι όταν πέρασε το δικό τους το γινάτι,

πιάσανε ένα πεντοζάλη κάτω απ’ τα παράθυρα του παπά

με τον πολύφημο μπροστά

να σαλπάρει από την γκουαταλαχάρα στο μέτσοβο

που να σου κόβεται η πνοή.

άειντε τώρα εσύ να κρατηθείς:

βούιζαν τα τούμπανα από τη βραζιλία ως τη βαϊκάλη

τσίριζαν τα κλαρίνα από τη νορβηγία ώσμε   τη νέα καληδονία

και σύψυχο τ’ άστρο μας τινάχθηκε σαράντα οργιές μπροστά

έτσι σε κομματιάσαμε    στρίγγλα αστροφεγγιά…

[απόσπασμα ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΕΛΟ ΜΙΑΣ ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑΣ, από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΕΤΡΑΨΗΦΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΧΟΡΔΗ 1971)

 

 


ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΕΛΟ ΜΙΑΣ ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑΣ (συνέχεια)

Τα σταυρωτά μου χέρια προπέλα   στην πρύμνη της αράχωβας

το δοιάκι ανάμεσα στα μάτια σου   οι μπουκαπόρτες ανοιχτές

τα κανόνια έτοιμα κι οι μπομπάρδες,

ο παππούς μου, ναύτης του οράτιου νέλσων

πυροβολητής, ορκισμένος στην φρυγία,

με το μαρτίνι του και μπόλικο μπαρούτι   από τη δημητσάνα

να παραμονεύει από το παράθυρο του ναυαρίνου

αυτή την αστροφεγγιά που φυγοδικεί χρόνια τώρα…

και να ’ναι μόνο αυτό;

τα ύπουλα σχέδια του ολλανδού αρχαιολόγου;

τα πονηρά μάτια του αγιογδύτη,

να τριγυρίζει μες στους φτωχομαχαλάδες   πουλώντας τάχαμ φυλαχτά

κατασκοπεύοντας τα οχυρά του σπιτιού μας;

τις κανονιέρες της θάλασσας;   το κοντάρι του άη-γιώργη;

είναι να τ’ ανιστορεί πια κανείς αυτά;

είναι να τα επιστρατεύει;

είναι να τους εμπιστεύεται αυτόματα όπλα;

πέστε μου εσείς:   πού είδατε μιαν αίγυπτο μετανιωμένη;

ένα συνταξιούχο νικητή, βυζαντινό πάστορα,

ένα γότθο πραματευτή   ένα ρεζίλη;

πού είδατε έναν επίσκοπο πλασιέ;

πού τέλος πάντων είδατε τα σταυρωτά μου χέρια

προπέλα στην πρύμνη της αράχωβας;

 

Α… η αράχωβα, η σπάνια μινωική πορσελάνη

από την ωμοπλάτη του προφήτη δανιήλ,

ήταν γραμμένο να μαντέψει   το σημερινό δυστύχημα

τη συνέχεια στο νεκροταφείο

τα έκτακτα βραδινά παραρτήματα

το αδιέξοδο του υπουργικού συμβουλίου·

μιλούσε καθαρά μέσα από όλα αυτά για εκείνη,

για την αστροφεγγιά   που κρατούσε κατευθείαν από τη γενιά των ατρειδών

και χρόνια τώρα είναι που φυγοδικεί   σε μακρινές φυτείες κακάο

ξυπόλητη και αναμαλλιάρα

πότε στην κιλικία υφαντουργίνα   πότε στο σαν φραντζίσκο σερβιτόρα

στη μουκοβίνα πλύστρα   ή πουτάνα στο βλαδιβοσκόκ

ώσπου ένα βράδυ η θάλασσα, πάλι η θάλασσα,

έφερε στο κουφάρι της στο γύθειο

ανάμεσα σε ιαπωνικές ελαφρόπετρες   σάπια λεμόνια από τη συρία

και μισοφαγωμένα ξόανα από τις πλώρες των φοινίκων,

είκοσι εφτά χρόνια ταξίδι στ’ αρχιπέλαγα…

 

Το τι συνέβαινε στο μεταξύ απ’ το άλλο μέρος,

είναι που κάνει την υπόθεση πιο τραγική·

θα καταλάβατε πια κι εσείς   πως σ’ αυτό το μανιάτικο πύργο

με πολεμίστρες που βλέπουν προς τα καφενεία

όπου σαπίζουν κρεμασμένοι οι στρατιωτικοί χάρτες   της ΙΙ μεραρχίας των πελασγών

μαζί κι οι πανοπλίες των ισαύρων

οι τράπουλες   και τα βρόμικα φλιτζάνια,

σ’ αυτόν το μανιάτικο πύργο, λέω,

οι φλέβες μας γεννοβολούσαν ακατάπαυστα

δεν τις χωρούσε πια ο τόπος

τρίζαν τα θεμέλια του μυστρά από φλεβίτιδα.

 

Αχ παππού, πώς έμεινες απαθής

βιγλίζοντας από το παράθυρο του ναυαρίνου   την ξεμαλλιασμένη φρυγία,

ενώ στα καφενεία πίσω από την πλάτη σου

ο χαρτοκλέφτης κέρδιζε με το κόλπο

που διάβασε στους χάρτες των πελασγών;

τώρα ο ευρώτας μετατοπίστηκε   ανάμεσα στα παράθυρά μας·

χρειαζόταν ένα πρόχειρο υδραγωγείο

να διατηρηθεί το ξερό πρόσωπο του προγόνου.

 

Τέλος έγινε κι αυτό:

ένας άσημος   ένας τιποτένιος εφοριακός υπάλληλος

απαίτησε την έξωση των ισαύρων

την εκποίηση του μανιάτικου πύργου

και παράλληλα το σαμποτάζ του υπουργού

στην εκβιομηχάνιση της χώρας

απαιτεί ακόμα την εκταφή της αστροφεγγιάς,

την πιο προσεκτική νεκροψία   σύμφωνα με τα καινούργια στοιχεία

που έδωσε η ωμοπλάτη του προφήτη δανιήλ

ευρεθείσα στα θεμέλια αρχαίου οίκου της αράχωβας,

τέλος ζητά να την κηδέψομε   με τιμές πρωθυπουργού εν ενεργεία…

τι θα κάνουμε τώρα;

 

Το δοιάκι   ανάμεσα στα μάτια σου

αυτό τα έκανε όλα…

 

ΕΠΟΧΗ (από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου  ΤΕΤΡΑΨΗΦΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΧΟΡΔΗ 1971)

Γνωρίζω το βρυχηθμό σας

όμοιο με σκέλια σαραντάπηχου·

κατεβαίνει από τη ράχη του βατοπεδιού

βγάζει λόγους μες στα καφενεία

παίρνει το σαρωνικό ένα χερόβολο τον τσαλακώνει

κι αγωνιά κι αγωνιά όπως ναυτολογικό γραφείο

για τα σκάφη όταν βράζουν τα μπουγάζια.

 

Πρόκειται για το μισό σου χέρι που έμεινε   κρεμασμένο στο λαιμό μου

να ωρύεται μανιακό να κουδουνίζει

ν’ ανοίγουνε οι πόρτες τρελές απ’ τη λαχτάρα

να κόβεται το τελευταίο βαγκόνι

παίρνοντας τον κατήφορο του σκοτωμού

να κρέμεται σε μια κλωστή το πάθος μας

κι ο πράκτοράς του που ειδικεύτηκε   στο δράμα του θεανθρώπου.

Αυτός δεν είναι ο βρυχηθμός σας,   ένας κοινός τόπος;

τι να περιμένω λοιπόν από αυτόν;

μήπως δεν είναι ένας ισόθερμος

ένας ισοβαρής ένας εξοφλημένος,   ένας ώριμος για εθελουσία έξοδο;

Να γιατί στον τράχηλό μου το μισό σου χέρι

φύεται κάτασπρο όπως η λέξη βοήθεια

κόβει την αγωνία μας σε κέρματα μικρά

πληρώνει σύνταξη στις χήρες   εξαγοράζει προϋσταμένους

κρεμάει απ’ τα πολύ ψηλά παράθυρα   σεντόνια άσπρα της υποταγής

και παίρνουμε μιαν απόφαση άψογα ευθύγραμμη

όπως στενεύει ο δρόμος σε πρωινή βροχή

γκαστρώνεται γεννά νεφρά πελώρια

τα τσακίζει τρέφεται επιζεί.

πέστε μου δεν αρχίζουν έτσι όλοι   οι βρυχηθμοί σας οι ύμνοι σας

για το μεγαλείο τόσων προγόνων

και τη νομοθεσία τάχα για   χρήζοντα βοηθείας πρόσωπα και τα λοιπά;

 

Τέλος ο άλλοτε γενναίος ήχος ατόνισε·

χαμήλωσε ως το γελαδίσιο μουκανητό

ίσα μ’ έναν αριθμό τριψήφιο εξωμότη

που μόνη ζωντάνια του έμεινε

να βλέπει απ’ τις γρίλιες τις γυναίκες   να γδύνονται

φοβούμαι πως αυτή ήταν όλη - όλη

η ιστορία του γένους των ανθρώπων

με τους γενναίους της παραφοράς, της παρακμής

έχει γεια λοιπόν αγάπη μου σε παρθεναγωγείο

αλέστα τώρα όλοι στο κατάστρωμα   με τα τσεκούρια όρθια της οργής·

θα την σπάσουμε την πόρτα που πάει στο υπόγειο

εκεί το αίμα μας κλωστή κουβάρι

δώστε το στο θησέα

να κλείσει πια η εποχή ετούτη    του μίνωα.

 

ΑΓΑΠΗ  (από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΕΤΡΑΨΗΦΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΧΟΡΔΗ 1971)

Περίεργο που τα ζυγωματικά σου

παίζουνε τέτοιο ρόλο στην αναψηλάφηση

των μυστηρίων:

απ’ τους ιππείς ας πούμε δεν έμεινε ούτε ένας ξέρεις

ακόμη κι ο γιος του λυσικράτη ακάλυπτος στα φάρσαλα

ακόμη και ο σμινίας φράνσις μόρισσον   τιμωρημένος στο ελ κεμπίρ

κι ο φεντερίκο γκαρθία εκτός νόμου   κι ο πρεσβευτής σερ άνταμς που απήχθη

ανοίχτε λοιπόν το φράγμα.

 

Τα δυο υψώματα τα ζυγωματικά σου   τα κρατούσαν παρτιζάνοι

μικρά κατσίκια βόσκανε στα ζυγωματικά σου

ο πόλεμος θα ’φευγε απ’ το λόχο του   με δεκαπέντε μέρες άδεια

κι ήσουν στο φράχτη σαν απλωμένο    σεγκούνι από τα τρίκαλα,

αχ τρυφερή ανωμαλία στο αίμα μου

ψωμάκι ζύμωνες απ’ το χωράφι μας

απ’ τα βότσαλα του γέλιου σου

σταράκι της αναπνοής μου

και πάλι με ρωτούσες όπως αιματηρό δυστύχημα

που αν αγαπούμε μας ρωτά

το σκούρο σίδερο και τις βραδινές εφημερίδες.

 

Η ιστορία των δυο μας όπως ξέρεις   είναι σαν άδειος κάλυκας οβίδας

γεμάτος από θάνατο κωφάλαλο

κι όμως οι κύριοι δικαστές   ακόμη δεν κατάλαβαν το ρόλο

που τα ζυγωματικά σου παίζουνε   στις αναψηλαφήσεις

όταν πικρίζει το χορτάρι πάνω τους   και φεύγουν τα μικρά κατσίκια˙

έτσι μπορεί να δικαστούνε πάλι   οι αθηναίοι στρατηγοί

για το ατύχημα στις αργινούσες

δηλαδή να δικαστώ εγώ

ακόμη και για την πατρίδα που έχασα   στην πρέφα

και για την άπρεπη χειρονομία μου στα σκέλη σου,

ώς εκεί ω αγαπημένη των καιρών.

Είσαι για μένα μια παράβαση   ίσως ανεπανόρθωτη˙

θα πάρω ακόμα μια φορά το θάρρος

για την απαλλαγή των δικαστών   απ' την ευθύνη που συντρίβει,

θα υποβάλω ένα σχέδιο για τη στρογγυλότητα   των περιπτώσεων,

ας πούμε της κοιλιάς σου

γλυκό μου πρόστιμο,   τιμάριθμέ μου.

 

Εγώ λέω πως θα γλιτώσω σαν   αστυνόμος της τροχαίας σ’ επισφαλή διάβαση·

έχεις μια βαριά ευθύνη   να εκκολάψεις τα αυγά μου σε κρύπτες μυστικές

συντροφιά με κώδικες απόκρυφους και μύθους·

θα το κάνεις γιατί είσαι θαρραλέα

όπως ουρά κατσίκας σε ράχη κυκλαδίτισσα

ας πούμε της αντίπαρος,

ή όπως λάθος της πρόσθεσης

που μασά τα νεύρα μου ρουφά τη λέμφο   και ρίχνει στα σκυλιά τα υπόλοιπα·

έτσι έγινε και με το γιο του λυσικράτη στα φάρσαλα

έτσι και με το σμινία φράνσις μόρρισον   στο ελ κεμπίρ

τα ίδια και με το φρεντερίκο γκαρθία   στη γουιπούθκοα,

ο σερ άνταμς   μάλλον σκηνοθέτησε την περιπέτεια του, ας τον

να ’σαι λοιπόν περήφανη όπως το δηλητήριο

που πιάνει αιχμάλωτες τις χειρονομίες μας

να ’σαι γενναία όπως η διακοπή του ρεύματος

που στριμώχνει τη λύσσα μας

τη βιάζει κι ύστερα

ανάβουνε τα φώτα και νιώθουμε το ζεστό

το καυτερό της σπέρμα ν’ ανεβαίνει

την αορτή σαν πέστροφα ως το κεφάλι

ν’ αυτοσχεδιάζει ευθύς την ανατίναξη

(στο διάολο ύστερα η αφλογιστία φαρμάκι)

κι παρθενιά μας ξεπορτίζει πια ξεφτέρι

της γεύσης της πίκρας της κατάνευσης

έτσι θα εκπληρώσεις την αποστολή σου   αγαπημένη των καιρών

κι εγώ ικανοποιημένος θα φωνάξω

σε νίκησα ιουστινιανέ   διακοσμητή.

 

ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΥΜΟΥ (από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΕΤΡΑΨΗΦΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΧΟΡΔΗ 1971)

Άκουσε κύριε την προσευχή των αρχαίων προγόνων μου

σε ειδική διασκευή για σένα·

χρόνια τώρα επιπλέει στο αίμα όπως η γλίνα

ή όπως δοχείο άδειο από λευκοσίδερο

που κλωτσάει στο δρόμο το αλάνι

βασανίζοντας τη γειτονιά και σένα κύριε·

δε θέλουμε λοιπόν να κάνεις τίποτα για μας

ούτε παρεμβατισμοί ούτε πρεσβείες

φτάνουν τα χρέη μας και οι τοκογλύφοι

γερά κρατάει η ράτσα από το πετροκάμινο

τ’ αρχαίο πείσμα

απ’ τα υπόλοιπα θα φτιάχνουμε βαπόρια

μερικά ντουφέκια για τις αναπαραστάσεις

και πιο πολύ φωνές πολλές φωνές   να τις κρεμάμε στα σύννεφα

με τα ρόδια και τα κιτροκύδωνα

ώσπου να ωριμάσουν να τις παντρευτούμε

(Μας αρέσει ο κύκλος έστω κι αριστοκράτης

φτάνει να μη διστάσει αν χρειαστεί

να γίνει πολεμίστρα να φάει τις σάρκες του

κανόνι να γίνει να βροντά νυχτοήμερα   για λευτεριά σαν χρειαστεί)

Κύριε   είσαι μέσα στα πόδια μας όπως μικρό παιδί

δεν το πατάμε μην νευριάσουμε απ’ το κλάμα του·

δεν, λέω, πολέμησες καλά στην καπαδοκία

στην τίρυνθα και στον τελευταίο πόλεμο

έφεδρος λοχίας σιτιστής.

Για τον σταυρό της πολεμικής αξίας μην επιμένεις   δεν τον παίρνεις

μάθαμε που έκανες του κεφαλιού σου

σου φτάνει ένα σπιτάκι σε συνοικισμό

θα σου φέρουμε και ινδικό λιβάνι που σ’ αρέσει

να το μασάς αφού είσαι οπιομανής και λάγνος

ούτε που παίρνει το κεφάλι σου από πειθαρχία,

μην δεν πουλήθηκες στη βιρμανία;

μη δεν παζάρεψες με τους ερυθρόδερμους

σαστισμένος από την περηφάνια τους;

τάχα δεν λύγισες μπροστά   στους αγέρωχους σουηδούς;

πόσες φορές σε πιάσαμε ξαναμμένο να   τηράς τα γυμνά πόδια της χήρας του ψωμά

ώσπου τραβήχτηκες στην καλαμπάκα   νηστεύοντας του θανατά,

φυσικά ξανάρθες, μα ήσουν αλλιώτικος:

απ’ τη φλογερή μας γλώσσα θυμόσουν μόνο   την πιο φθαρμένη λέξη

πάνω σ’ αυτήν απαίτησες να ορκιστούμε

με τα ξεφτίδια του αρχαίου θυμού

ώσπου οι οπαδοί σου λύγισαν

χύμηξαν οι λεβαντίνοι οι βενετσάνοι οι οσμανλήδες

βιάσανε τον ερωτόκριτο κοτζάμ παλικάρι

έκοβε τις φλέβες του ο αχελώος

σε καταριόταν η φθιώτιδα κι η αλικαρνασσός

τα θυμάσαι κύριε;

ένα βραδάκι πράο όπως γιαούρτι στον κεσέ

ήρθες δειλός και συντριμμένος σαν πρωτομηνιά

μα πάλι απ’ την αρχή συνωμοτούσες

έπειθες τις μανάδες μας   με βοτάνια ξόρκια και μ’ αγιωτικά

να φύγει από τον παρνασσό η μάγισσα·

πώς έγινε πάλι και σε λυπηθήκαμε;

 

Ξαφνικά το κεφάλι σου μετασχηματίστηκε    σε αρχαίο ρολόγι

διάταξε να φύγουνε τα τρένα   να σαλπάρουνε τα πλοία

οι φαντάροι να πάνε στα σπίτια τους,

οι δρόμοι να τυλιχθούν ρολά   να μπούνε στις αποθήκες

κι άλλα τέτοια του χαμού παράταιρα·

πέντε και μισή ακριβώς έσπασε εκείνο το σπυρί σου

κι έβγαλες φωνή όπως η σκεβρωμένη πόρτα

ανοίγει μόνη της ύστερα από τόσα χρόνια

να περάσει ο αόρατος   ο τελευταίος αυτοκράτορας

ένα αερικό ή ο γάτος

ζήτησες μια γυναίκα μ’ ένα μάτι στη μήτρα της

πλάγιασες μαζί της μας ξαναγέννησες

έτσι πάλι σ’ έχουμε στην οικογένεια

μα τη φορά ετούτη ξέρε το   είσαι από δεύτερο χέρι, ένα πετσί.

 

ΚΡΕΜΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΛΩΣΤΗ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΑΣ ΩΡΙΜΟ ΓΙΑ ΕΘΕΛΟΥΣΙΑ ΕΞΟΔΟ: 

Όταν μου χάρισαν ένα σπαθί των σαμουράι    σε τι χρειάζονται στα σάλωνα οι νυχτοφύλακες,    προς τι ο βόγγος τ’ αναπλιού και η ιθάκη, είπα,    αρκεί ο μύθος ότι κάποτε αγνόησα το δέρας των σκυθών στην τρυφηλή κολχίδα    και τη μανία μας της θαλασσοπορίας,    ύστερα σε αίμα δίσεκτο εμβαπτισμένη πήρα τη στράτα μου της θύελλας    σαν γιος πικρός ο πιο μικρός απ’ τους εφτά ο πικροκωνσταντίνος·   πελιδνό στα σκέλια μου έσφιγγα το σαββατόβραδο να διαλαλεί την έχθρα του στους πετεινούς και στους σηματοδότες    ώσπου ζητούσε έλεος μέχρι που πίστεψε στον ανδρισμό μου    κι ευχιόταν τη συντέλεια του κόσμου αυτοστιγμεί…     Πρόφταινε δεν πρόφταινε η οργή μου η στρίγγλα    σαν μπαρμπερίνικη σπαθιά σε εικόνισμα    στα δυο να κόψει σπίτια αρραβωνιάσματα    να ξεχυθούνε τα κορίτσια με τα νυχτικά τους    μπροστά η φωνή θέλουμε να γεννήσουμε κι εσύ όρθια στα νερά    σαν άγιο λείψανο μόλις που πρόφτασες να φυλαχθείς    όπως η ξέρα ξεφεύγει τη βιτσιά του οίακα    ίσια καταπάνω σου ως ερχόμουν σαν το τριήραρχο σε πέρση,     μ’ άλλα λόγια πριν σ’ ερωτευθώ…     Ξάφνου λαμπάδιασε στο ξερολίθια το καταμεσήμερο    η σαύρα κένταγε το γυάλινο μαγνάδι στο φαντό της μέρας    πράσινο το φαντό και κρεμεζί κι η σαύρα κίτρινη ο ήλιος μαύρος    η φωνή σου απέναντι αρμένιζε η τρεχαντήρα μέσα σε κίνηση    από τον ουρανό κατρακυλούσε αστραπιαία ένα αυτοκίνητο ίδιο με τα θανάσιμα μαλλιά σου    απέραντη επικράτεια τα μάτια σου,     επιτέλους με τους καίσαρες γίνομαι κατακτητής·    να σε τι μου χρειάζεται το σπαθί των σαμουράι    (παράξενο στ’ αλήθεια προορισμό που ’χουνε κάποτε τα πράγματα)    λοιπόν αρχίζω: πρώτα εσύ επτάκερε δαβίδ ύστερα ένας ιδαλγός αρμένης   ή έστω ένας νυχτοφύλακας από τα σάλωνα    απόγονος του πτολεμαίου φιλοπάτορα από την κω     αν μπορεί ποτέ να γίνει αυτό θεέ μου.    Το σαββατόβραδο η πιο αγαπημένη ώρα του κυρίου    άφηνε στα σκέλια μου την τελευταία πνοή του.   [ΑΓΑΠΗ ΙΙ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΤΕΤΡΑΨΗΦΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΧΟΡΔΗ 1971 κι άλλη ΑΓΑΠΗ από την ίδια συλλογή μια  ΕΠΟΧΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΥΜΟΥ πίσω ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΕΛΟ ΜΙΑΣ ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑΣ… «έρμη σκλάβα πικρή ρωμιοσύνη», που είπε κι ο Κωστής Παλαμάς]

Δευτέρα, 19 Ιουλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ